προκινδυνεῦσαι

προκινδυνεῦσαι
προκινδυνεύω
run risk before
aor inf act
προκινδῡνεῦσαι , προκινδυνεύω
run risk before
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προκινδυνεύω — ΝΑ [κινδυνεύω] αγωνίζομαι για κάτι αψηφώντας τον κίνδυνο (α. «πολίτου δ ἁγαθοῡ νομίζω προκινδυνεύειν ἐθέλειν τοῡ πλήθους», Ανδοκ. β. «προκινδυνεύειν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας», Λυσ.) αρχ. 1. εκτίθεμαι σε κίνδυνο αγωνιζόμενος στην πρώτη γραμμή τής μάχης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”